- χαλασοσπίτης
- ο, Ναυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. τού χαλώ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο-σπίτης].
Dictionary of Greek. 2013.