χαλασοσπίτης

χαλασοσπίτης
ο, Ν
αυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. τού χαλώ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο-σπίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλασοσπίτης — ο αυτός που χάλασε το σπίτι του, αυτός που διαλύει μια οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεπτοσπίτης — κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ) κλέφτης, διαρρήκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης, χαλασοσπίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”